Πράξεις των Αποστόλων
Κεφάλαιο ια’ [11] // Εδάφια 1-18
1 Ήκουσαν δε οι απόστολοι και οι αδελφοί οι όντες εν τη Ιουδαία ότι και τα έθνη εδέχθησαν τον λόγον του Θεού.
2 Και ότε ανέβη ο Πέτρος εις Ιεροσόλυμα, εφιλονείκουν μετ’ αυτού οι εκ περιτομής,
3 λέγοντες ότι Εισήλθες προς ανθρώπους απεριτμήτους και συνέφαγες μετ’ αυτών.
4 Ο δε Πέτρος ήρχισε και εξέθετε προς αυτούς τα γενόμενα κατά σειράν, λέγων·
5 Εγώ ήμην προσευχόμενος εν τη πόλει Ιόππη, και είδον όραμα εν εκστάσει, σκεύος τι καταβαίνον ως σινδόνα μεγάλην, ήτις δεδεμένη από των τεσσάρων άκρων κατεβιβάζετο εκ του ουρανού και ήλθε μέχρις εμού·
6 εις την οποίαν ατενίσας παρετήρουν και είδον τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού.
7 Και ήκουσα φωνήν λέγουσαν προς εμέ· Σηκωθείς, Πέτρε, σφάξον και φάγε.
8 Και είπον· Μη γένοιτο, Κύριε, διότι ουδέν βέβηλον ή ακάθαρτον εισήλθε ποτέ εις το στόμα μου. Λευ 11:4, Δτ 14:7
9 Και η φωνή μοι απεκρίθη εκ δευτέρου εκ του ουρανού· Όσα ο Θεός εκαθάρισε, συ μη λέγε βέβηλα.
10 Έγεινε δε τούτο τρίς, και πάλιν ανεσύρθησαν άπαντα εις τον ουρανόν.
11 Και ιδού, τη αυτή ώρα τρείς άνθρωποι έφθασαν εις την οικίαν, εν ή ήμην, απεσταλμένοι προς εμέ από Καισαρείας.
12 Είπε δε προς εμέ το Πνεύμα να υπάγω μετ’ αυτών, μηδόλως διστάζων. Ήλθον δε μετ’ εμού και οι εξ ούτοι αδελφοί, και εισήλθομεν εις τον οίκον του ανθρώπου,
13 και απήγγειλε προς ημάς πως είδε τον άγγελον εν τω οίκω αυτού, ότι εστάθη και είπε προς αυτόν· Απόστειλον ανθρώπους εις Ιόππην και προσκάλεσον τον Σίμωνα τον επονομαζόμενον Πέτρον,
14 όστις θέλει λαλήσει προς σε λόγους, δι’ ων θέλεις σωθή συ και πας ο οίκός σου.
15 Και ενώ ήρχισα να λαλώ, το Πνεύμα το Άγιον επήλθεν επ’ αυτούς καθώς και εφ’ ημάς κατ’ αρχάς.
16 Τότε ενεθυμήθην τον λόγον του Κυρίου, ότι έλεγεν· Ιωάννης μεν εβάπτισεν εν ύδατι, σεις όμως θέλετε βαπτισθή εν Πνεύματι Αγίω.
17 Εάν λοιπόν ο Θεός έδωκεν εις αυτούς την ίσην δωρεάν ως και εις ημάς, διότι επίστευσαν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ τις ήμην ώστε να δυνηθώ να εμποδίσω τον Θεόν;
18 Ακούσαντες δε ταύτα ησύχασαν και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες· Και εις τα έθνη λοιπόν έδωκεν ο Θεός την μετάνοιαν εις ζωήν.