Κατά Μάρκον
Κεφάλαιο θ’ [9] // Εδάφια 14-27
14Και ότε ήλθε προς τους μαθητάς, είδε περί αυτούς όχλον πολύν και γραμματείς κάμνοντας συζητήσεις μετ’ αυτών.
15Και ευθύς πας ο όχλος ιδών αυτόν έγεινεν έκθαμβος και προστρέχοντες ησπάζοντο αυτόν.
16Και ηρώτησε τους γραμματείς· Τι συζητείτε μετ’ αυτών;
17Και αποκριθείς εις εκ του όχλου, είπε· Διδάσκαλε, έφερα προς σε τον υιόν μου, έχοντα πνεύμα άλαλον.
18Και όπου πιάση αυτόν σπαράττει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού και ξηραίνεται· και είπον προς τους μαθητάς σου να εκβάλωσιν αυτό, αλλά δεν ηδυνήθησαν.
19Εκείνος δε αποκριθείς προς αυτόν, λέγει· Ω γενεά άπιστος, έως πότε θέλω είσθαι μεθ’ υμών; έως πότε θέλω υπομένει υμάς; φέρετε αυτόν προς εμέ.
20Και έφεραν αυτόν προς αυτόν. Και ως είδεν αυτόν, ευθύς το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων.
21Και ηρώτησε τον πατέρα αυτού· Πόσος καιρός είναι αφού τούτο έγεινεν εις αυτόν; Ο δε είπε· Παιδιόθεν.
22Και πολλάκις αυτόν και εις πυρ έρριψε και εις ύδατα, διά να απολέση αυτόν· αλλ’ εάν δύνασαί τι, βοήθησον ημάς, σπλαγχνισθείς εφ’ ημάς.
23Ο δε Ιησούς είπε προς αυτόν· Το εάν δύνασαι να πιστεύσης, πάντα είναι δυνατά εις τον πιστεύοντα.
24Και ευθύς κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων, έλεγε· Πιστεύω, Κύριε· βοήθει εις την απιστίαν μου.
25Ιδών δε ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε το πνεύμα το ακάθαρτον, λέγων προς αυτό· το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σε προστάζω, Έξελθε απ’ αυτού και μη εισέλθης πλέον εις αυτόν.
26Και το πνεύμα κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν, εξήλθε, και έγεινεν ως νεκρός, ώστε πολλοί έλεγον ότι απέθανεν.
27Ο δε Ιησούς πιάσας αυτόν από της χειρός ήγειρεν αυτόν, και εσηκώθη.