Αποκάλυψη α’ 9 – 20 [Συνάθροιση 1η] | 17.05.2020 | Κατσιγιάννης Χρήστος

Αποκάλυψη
Κεφάλαιο α’ [1]  //  Εδάφια 9-20

9 Εγώ ο Ιωάννης, ο και αδελφός σας και συγκοινωνός εις την θλίψιν και εις την βασιλείαν και την υπομονήν του Ιησού Χριστού, ήμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού.
10 Κατά την κυριακήν ημέραν ήλθον εις έκστασιν πνευματικήν, και ήκουσα οπίσω μου φωνήν μεγάλην ως σάλπιγγος,
11 ήτις έλεγεν· Εγώ είμαι το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος· και, Ο, τι βλέπεις, γράψον εις βιβλίον και πέμψον εις τας επτά εκκλησίας, τας εν τη Ασία, εις Έφεσον και εις Σμύρνην και εις Πέργαμον και εις Θυάτειρα και εις Σάρδεις και εις Φιλαδέλφειαν και εις Λαοδίκειαν.
12 Και εστράφην να ίδω την φωνήν, ήτις ελάλησε μετ’ εμού· και στραφείς είδον επτά λυχνίας χρυσάς,
13 και εν μέσω των επτά λυχνιών είδον ένα όμοιον με υιόν ανθρώπου, ενδεδυμένον ποδήρη χιτώνα και περιεζωσμένον πλησίον των μαστών ζώνην χρυσήν.
14 Η δε κεφαλή αυτού και αι τρίχες ήσαν λευκαί και ως μαλλίον λευκόν, ως χιών· και οι οφθαλμοί αυτού ως φλόξ πυρός,
15 και οι πόδες αυτού όμοιοι με χαλκολίβανον, ως εν καμίνω πεπυρωμένοι, και η φωνή αυτού ως φωνή υδάτων πολλών,
16 και είχεν εν τη δεξιά αυτού χειρί επτά αστέρας, και εκ του στόματος αυτού του εξήρχετο ρομφαία δίστομος οξεία, και η όψις αυτού έλαμπεν ως ο ήλιος λάμπει εν τη δυνάμει αυτού.
17 Και ότε είδον αυτόν, έπεσα προς τους πόδας αυτού ως νεκρός, και επέθηκε την δεξιάν αυτού χείρα επ’ εμέ; λέγων μοι· Μη φοβού· εγώ είμαι ο πρώτος και ο έσχατος
18 και ο ζων, και έγεινα νεκρός, και ιδού, είμαι ζων εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν, και έχω τα κλειδία του άδου και του θανάτου.
19 Γράψον όσα είδες και όσα είναι και όσα μέλλουσι να γείνωσι μετά ταύτα·
20 το μυστήριον των επτά αστέρων, τους οποίους είδες εν τη δεξιά μου, και τας επτά λυχνίας τας χρυσάς. Οι επτά αστέρες είναι οι άγγελοι των επτά εκκλησιών, και αι επτά λυχνίαι, τας οποίας είδες, είναι αι επτά εκκλησίαι.