2Και ως εξήλθεν εκ του πλοίου, ευθύς απήντησεν αυτόν εκ των μνημείων άνθρωπος έχων πνεύμα ακάθαρτον,
3όστις είχε την κατοικίαν εν τοις μνημείοις, και ουδείς ηδύνατο να δέση αυτόν ουδέ με αλύσεις,
4διότι πολλάκις είχε δεθή με ποδόδεσμα και με αλύσεις, και διεσπάσθησαν υπ’ αυτού αι αλύσεις και τα ποδόδεσμα συνετρίφθησαν, και ουδείς ίσχυε να δαμάση αυτόν·
5και διά παντός νύκτα και ημέραν ήτο εν τοις όρεσι και εν τοις μνημείοις, κράζων και κατακόπτων εαυτόν με λίθους.
6Ιδών δε τον Ιησούν από μακρόθεν, έδραμε και προσεκύνησεν αυτόν,
7και κράξας μετά φωνής μεγάλης είπε· Τι είναι μεταξύ εμού και σου, Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; ορκίζω σε εις τον Θεόν, μη με βασανίσης.
8Διότι έλεγε προς αυτόν· Έξελθε από του ανθρώπου το πνεύμα το ακάθαρτον.
9Και ηρώτησεν αυτόν· Τι είναι το όνομά σου; Και απεκρίθη λέγων· Λεγεών είναι το όνομά μου, διότι πολλοί είμεθα.
10Και παρεκάλει αυτόν πολλά να μη αποστείλη αυτούς έξω της χώρας.
11Ήτο δε εκεί προς τα όρη αγέλη μεγάλη χοίρων βοσκομένη.
12και παρεκάλεσαν αυτόν πάντες οι δαίμονες, λέγοντες· Πέμψον ημάς εις τους χοίρους, διά να εισέλθωμεν εις αυτούς.
13Και ο Ιησούς ευθύς επέτρεψεν εις αυτούς. Και εξελθόντα τα πνεύματα τα ακάθαρτα εισήλθον εις τους χοίρους· και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την θάλασσαν· ήσαν δε έως δύο χιλιάδες· και επνίγοντο εν τη θαλάσση.
14Οι δε βόσκοντες τους χοίρους έφυγον και ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς· και εξήλθον διά να ίδωσι τι είναι το γεγονός.
15Και έρχονται προς τον Ιησούν, και θεωρούσι τον δαιμονιζόμενον, όστις είχε τον λεγεώνα, καθήμενον και ενδεδυμένον και σωφρονούντα, και εφοβήθησαν.
16Και διηγήθησαν προς αυτούς οι ιδόντες πως έγεινε το πράγμα εις τον δαιμονιζόμενον, και περί των χοίρων.
17Και ήρχισαν να παρακαλώσιν αυτόν να αναχωρήση από των ορίων αυτών.
18Και ότε εισήλθεν εις το πλοίον, παρεκάλει αυτόν ο δαιμονισθείς να ήναι μετ’ αυτού.
19Πλην ο Ιησούς δεν αφήκεν αυτόν, αλλά λέγει προς αυτόν· Ύπαγε εις τον οίκόν σου προς τους οικείους σου και ανάγγειλον προς αυτούς όσα ο Κύριος σοι έκαμε και σε ηλέησε.
20Και ανεχώρησε και ήρχισε να κηρύττη εν τη Δεκαπόλει όσα έκαμεν εις αυτόν ο Ιησούς, και πάντες εθαύμαζον.
Μηνύματα μέσα από τον Λόγο του Θεού
Κατά Λουκάν Κεφάλαιο ιη’ [18] // Εδάφια 9-17 9Εἶπε δὲ καὶ πρὸς τινας, τοὺς θαρροῦντας εἰς ἑαυτοὺς ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ καταφρονοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολήν ταύτην·10Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν διὰ νὰ προσευχηθῶσιν, ὁ εἶς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης.11Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς προσηύχετο καθ᾿ ἑαυτὸν ταῦτα· Εὐχαριστῶ σοι, Θεέ, ὅτι δὲν εἶμαι καθὼς […]
Ψαλμός Κεφάλαιο λδ’ [34] // Εδάφια 1-22 1 [Ψαλμὸς τοῦ Δαβίδ, ὅτε μετέβαλε τὸν τρόπον αὑτοῦ ἔμπροσθεν τοῦ Ἀβιμέλεχ· οὗτος δὲ ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ ἀπῆλθε.] Θέλω εὐλογεῖ τὸν Κύριον ἐν παντὶ καιρῷ· ἡ αἴνεσις αὐτοῦ θέλει εἶσθαι διαπαντὸς ἐν τῷ στόματί μου. 2Εἰς τὸν Κύριον θέλει καυχᾶσθαι ἡ ψυχή μου· οἱ ταπεινοὶ θέλουσιν ἀκούσει, καὶ […]
Κατά Λουκάν Κεφάλαιο ιθ’ [19] // Εδάφια 11-26 11Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἤκουον ταῦτα, προσθέσας εἶπε παραβολήν, διότι ἦτο πλησίον τῆς Ἱερουσαλήμ καὶ αὐτοὶ ἐνόμιζον ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔμελλεν εὐθὺς νὰ φανῇ·12εἶπε λοιπόν· Ἄνθρωπός τις εὐγενής ὑπῆγεν εἰς χώραν μακρὰν διὰ νὰ λάβῃ εἰς ἑαυτὸν βασιλείαν καὶ νὰ ὑποστρέψῃ.13Καὶ καλέσας δέκα δούλους ἑαυτοῦ, […]



