Πράξεις των Αποστόλων
Κεφάλαιο γ’ [3] // Εδάφια 1-26
1 Ανέβαινον δε ομού ο Πέτρος και Ιωάννης εις το ιερόν κατά την ώραν της προσευχής την εννάτην.
2 Και άνθρωπός τις χωλός υπάρχων εκ κοιλίας μητρός αυτού εβαστάζετο, τον οποίον έθετον καθ’ ημέραν προς την θύραν του ιερού την λεγομένην Ωραίαν, διά να ζητή ελεημοσύνην παρά των εισερχομένων εις το ιερόν·
3 ούτος ιδών τον Πέτρον και Ιωάννην μέλλοντας να εισέλθωσιν εις το ιερόν, εζήτει να λάβη ελεημοσύνην.
4 Ατενίσας δε εις αυτόν ο Πέτρος μετά του Ιωάννου, είπε· Βλέψον εις ημάς.
5 Και εκείνος έβλεπεν αυτούς μετά προσοχής, προσμένων να λάβη τι παρ’ αυτών.
6 Ο δε Πέτρος είπεν· Αργύριον και χρυσίον εγώ δεν έχω· αλλ’ ο, τι έχω, τούτο σοι δίδω· εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου σηκώθητι και περιπάτει.
7 Και πιάσας αυτόν από της δεξιάς χειρός εσήκωσε· και παρευθύς εστερεώθησαν αι βάσεις και τα σφυρά των ποδών αυτού,
8 και αναπηδήσας εστάθη όρθιος και περιεπάτει, και εισήλθε μετ’ αυτών εις το ιερόν περιπατών και πηδών και δοξάζων τον Θεόν.
9 Και είδεν αυτόν πας ο λαός περιπατούντα και δοξάζοντα τον Θεόν·
10 και εγνώριζον αυτόν ότι ούτος ήτο ο καθήμενος διά ελεημοσύνην εις την Ωραίαν πύλην του ιερού, και επλήσθησαν από θάμβους και εκστάσεως διά το γεγονός εις αυτόν.
11 Και ενώ ο ιατρευθείς χωλός εκράτει τον Πέτρον και Ιωάννην, συνέδραμε προς αυτούς πας ο λαός εις την στοάν την λεγομένην Σολομώντος έκθαμβοι.
12 Ιδών δε ο Πέτρος, απεκρίθη προς τον λαόν· Άνδρες Ισραηλίται, τι θαυμάζετε διά τούτο, ή τι ατενίζετε εις ημάς, ως εάν εκάμομεν από ιδίας ημών δυνάμεως ή ευσεβείας να περιπατή αυτός;
13 Ο Θεός του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων ημών, εδόξασε τον Υιόν αυτού Ιησούν, τον οποίον σεις παρεδώκατε και ηρνήθητε αυτόν ενώπιον του Πιλάτου, ενώ εκείνος έκρινε να απολύση αυτόν.
14 Σεις όμως τον άγιον και δίκαιον ηρνήθητε, και εζητήσατε άνδρα φονέα να χαρισθή εις εσάς,
15 τον δε αρχηγόν της ζωής εθανατώσατε, τον οποίον ο Θεός ανέστησεν εκ νεκρών, του οποίου ημείς είμεθα μάρτυρες.
16 Και διά της εις το όνομα αυτού πίστεως τούτον, τον οποίον θεωρείτε και γνωρίζετε, το όνομα αυτού εστερέωσε, και η πίστις η δι’ αυτού έδωκεν εις αυτόν την τελείαν ταύτην υγείαν ενώπιον πάντων υμών.
17 Και τώρα, αδελφοί, εξεύρω ότι επράξατε κατά άγνοιαν, καθώς και οι άρχοντές σας·
18 ο δε Θεός όσα προείπε διά στόματος πάντων των προφητών αυτού ότι ο Χριστός έμελλε να πάθη, εξεπλήρωσεν ούτω.
19 Μετανοήσατε λοιπόν και επιστρέψατε, διά να εξαλειφθώσιν αι αμαρτίαι σας, διά να έλθωσι καιροί αναψυχής από της παρουσίας του Κυρίου,
20 και αποστείλη τον προκεκηρυγμένον εις εσάς Ιησούν Χριστόν,
21 τον οποίον πρέπει να δεχθή ο ουρανός μέχρι των καιρών της αποκαταστάσεως πάντων, όσα ελάλησεν ο Θεός απ’ αιώνος διά στόματος πάντων των αγίων αυτού προφητών.
22 Διότι ο Μωϋσής είπε προς τους πατέρας Ότι Κύριος ο Θεός σας θέλει αναστήσει εις εσάς προφήτην εκ των αδελφών σας ως εμέ· αυτού θέλετε ακούει κατά πάντα όσα αν λαλήση προς εσάς.
23 Και πάσα ψυχή, ήτις δεν ακούση του προφήτου εκείνου, θέλει εξολοθρευθή εκ του λαού.
24 Και πάντες δε οι προφήται από Σαμουήλ και των καθεξής, όσοι ελάλησαν, προανήγγειλαν και τας ημέρας ταύτας.
25 Σεις είσθε υιοί των προφητών και της διαθήκης, την οποίαν έκαμεν ο Θεός προς τους πατέρας ημών, λέγων προς τον Αβραάμ· Και εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάσαι αι φυλαί της γης.
26 Προς εσάς πρώτον ο Θεός αναστήσας τον Υιόν αυτού Ιησούν απέστειλεν αυτόν διά να σας ευλογή όταν επιστρέφητε έκαστος από των πονηριών υμών.