Προς Φιλιππησίους
Κεφάλαιο β’ [2] // Εδάφια 1-18
1 Εάν λοιπόν υπάρχη τις παρηγορία εν Χριστώ ή τις παραμυθία αγάπης, ή τις κοινωνία Πνεύματος ή σπλάγχνα τινά και οικτιρμοί,
2 κάμετε πλήρη την χαράν μου, να φρονήτε το αυτό, έχοντες την αυτήν αγάπην, όντες ομόψυχοι και ομόφρονες,
3 μη πράττοντες μηδέν εξ αντιζηλίας ή κενοδοξίας, αλλ’ εν ταπεινοφροσύνη θεωρούντες αλλήλους υπερέχοντας εαυτών.
4 Μη αποβλέπετε έκαστος τα εαυτού, αλλ’ έκαστος και τα των άλλων.
5 Το αυτό δε φρόνημα έστω εν υμίν, το οποίον ήτο και εν τω Χριστώ Ιησού,
6 όστις εν μορφή Θεού υπάρχων, δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν,
7 αλλ’ εαυτόν εκένωσε λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους,
8 και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος, εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού.
9 Διά τούτο και ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα,
10 διά να κλίνη εις το όνομα του Ιησού παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων,
11 και πάσα γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν Θεού Πατρός.
12 Ώστε, αγαπητοί μου, καθώς πάντοτε υπηκούσατε, ουχί ως εν τη παρουσία μου μόνον, αλλά τώρα πολύ περισσότερον εν τη απουσία μου, μετά φόβου και τρόμου εργάζεσθε την εαυτών σωτηρίαν·
13 διότι ο Θεός είναι ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν κατά την ευδοκίαν αυτού.
14 Πράττετε τα πάντα χωρίς γογγυσμών και αμφισβητήσεων,
15 διά να γίνησθε άμεμπτοι και ακέραιοι, τέκνα Θεού αμώμητα εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης, μεταξύ των οποίων λάμπετε ως φωστήρες εν τω κόσμω,
16 κρατούντες τον λόγον της ζωής, διά καύχημά μου εν τη ημέρα του Χριστού, ότι δεν έτρεξα εις μάτην ουδέ εις μάτην εκοπίασα.
17 Αλλ’ εάν και προσφέρω εμαυτόν σπονδήν επί της θυσίας και λειτουργίας της πίστεώς σας, χαίρω και συγχαίρω μετά πάντων υμών·
18 ωσαύτως δε και σεις χαίρετε και συγχαίρετε μετ’ εμού.