Ψαλμός ιθ’ 1-14 & Κατά Μάρκον ε’ 21-43 | 04.07.2021 | Κατσιγιάννης Χρήστος

Ψαλμοί
Κεφάλαιο ιθ’ [19]  //  Εδάφια 1-14

1<<Εις τον πρώτον μουσικόν. Ψαλμός του Δαβίδ.>> Οι ουρανοί διηγούνται την δόξαν του Θεού, και το στερέωμα αναγγέλλει το έργον των χειρών αυτού.
2Η ημέρα προς την ημέραν λαλεί λόγον, και η νυξ προς την νύκτα αναγγέλλει γνώσιν.
3Δεν είναι λαλιά ουδέ λόγος, των οποίων η φωνή δεν ακούεται.
4Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και έως των περάτων της οικουμένης οι λόγοι αυτών. Εν αυτοίς έθεσε σκηνήν διά τον ήλιον·
5και ούτος εξέρχεται ως νυμφίος εκ του θαλάμου αυτού· αγάλλεται ως ο ανδρείος εις το να τρέξη το στάδιον·
6απ’ άκρου του ουρανού είναι η έξοδος αυτού· και το κατάντημα αυτού έως άκρου αυτού· και δεν κρύπτεται ουδέν από της θερμότητος αυτού.
7Ο νόμος του Κυρίου είναι άμωμος, επιστρέφων ψυχήν· η μαρτυρία του Κυρίου πιστή, σοφίζουσα τον απλούν·
8τα διατάγματα του Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν· η εντολή του Κυρίου λαμπρά, φωτίζουσα οφθαλμούς·
9ο φόβος του Κυρίου καθαρός, διαμένων εις τον αιώνα· αι κρίσεις του Κυρίου αληθιναί, δίκαιαι εν ταυτώ·
10πλέον επιθυμηταί παρά το χρυσίον, μάλιστα παρά πλήθος καθαρού χρυσίου, και γλυκύτεραι υπέρ το μέλι και τους σταλαγμούς της κηρήθρας.
11Ο δούλός σου μάλιστα νουθετείται δι’ αυτών· εις την τήρησιν αυτών η ανταμοιβή είναι μεγάλη.
12Τις συναισθάνεται τα εαυτού αμαρτήματα; καθάρισόν με από των κρυφίων αμαρτημάτων.
13Και έτι προφύλαξον τον δούλον σου από υπερηφανιών· ας μη με κυριεύσωσι· τότε θέλω είσθαι τέλειος, και θέλω καθαρισθή από μεγάλης παρανομίας.
14Ας ήναι ευάρεστα τα λόγια του στόματός μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιόν σου, Κύριε, φρούριόν μου και λυτρωτά μου.

Κατά Μάρκον
Κεφάλαιο ε’ [5]  //  Εδάφια 21-43

21Και αφού ο Ιησούς διεπέρασε πάλιν εν τω πλοίω εις το πέραν, συνήχθη προς αυτόν όχλος πολύς, και ήτο πλησίον της θαλάσσης.
22Και ιδού, έρχεται εις των αρχισυναγώγων, ονόματι Ιάειρος, και ιδών αυτόν πίπτει προς τους πόδας αυτού
23και παρεκάλει αυτόν πολλά, λέγων ότι το θυγάτριόν μου πνέει τα λοίσθια· να έλθης και να βάλης τας χείρας σου επ’ αυτήν, διά να σωθή και θέλει ζήσει.
24Και υπήγε μετ’ αυτού· και ηκολούθει αυτόν όχλος πολύς, και συνέθλιβον αυτόν.
25Και γυνή τις, έχουσα ρύσιν αίματος δώδεκα έτη
26και πολλά παθούσα υπό πολλών ιατρών και δαπανήσασα πάσαν την περιουσίαν αυτής και μηδέν ωφεληθείσα, αλλά μάλλον εις το χείρον ελθούσα,
27ακούσασα περί του Ιησού, ήλθε μεταξύ του όχλου όπισθεν και ήγγισε το ιμάτιον αυτού·
28διότι έλεγεν ότι και αν τα ιμάτια αυτού εγγίσω, θέλω σωθή.
29Και ευθύς εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής, και ησθάνθη εν τω σώματι αυτής ότι ιατρεύθη από της μάστιγος.
30Και ευθύς ο Ιησούς, νοήσας εν εαυτώ την δύναμιν την εξελθούσαν απ’ αυτού, στραφείς εν τω όχλω έλεγε· Τις ήγγισε τα ιμάτιά μου;
31Και έλεγον προς αυτόν οι μαθηταί αυτόν· Βλέπεις τον όχλον συνθλίβοντά σε, και λέγεις τις μου ήγγισε;
32Και περιέβλεπε διά να ίδη την πράξασαν τούτο.
33Η δε γυνή, φοβηθείσα και τρέμουσα, επειδή ήξευρε τι έγεινεν επ’ αυτήν, ήλθε και προσέπεσεν εις αυτόν και είπε προς αυτόν πάσαν την αλήθειαν.
34Ο δε είπε προς αυτήν· Θύγατερ, η πίστις σου σε έσωσεν· ύπαγε εις ειρήνην και έσο υγιής από της μάστιγός σου.
35Ενώ αυτός ελάλει έτι, έρχονται από του αρχισυναγώγου, λέγοντες ότι η θυγάτηρ σου απέθανε· τι πλέον ενοχλείς τον Διδάσκαλον;
36Ο δε Ιησούς, ευθύς ότε ήκουσε τον λόγον λαλούμενον, λέγει προς τον αρχισυνάγωγον· Μη φοβού, μόνον πίστευε.
37Και δεν αφήκεν ουδένα να ακολουθήση αυτόν ειμή τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην τον αδελφόν Ιακώβου.
38Και έρχεται εις τον οίκον του αρχισυναγώγου και βλέπει θόρυβον, κλαίοντας και αλαλάζοντας πολλά,
39και εισελθών λέγει προς αυτούς· Τι θορυβείσθε και κλαίετε; το παιδίον δεν απέθανεν, αλλά κοιμάται.
40Και κατεγέλων αυτού. Ο δε, αφού εξέβαλεν άπαντας, παραλαμβάνει τον πατέρα του παιδίου και την μητέρα και τους μεθ’ εαυτού και εισέρχεται όπου έκειτο το παιδίον,
41και πιάσας την χείρα του παιδίου, λέγει προς αυτήν· Ταλιθά, κούμι· το οποίον μεθερμηνευόμενον είναι, Κοράσιον, σοι λέγω, σηκώθητι.
42Και ευθύς εσηκώθη το κοράσιον και περιεπάτει· διότι ήτο ετών δώδεκα. Και εξεπλάγησαν με έκπληξιν μεγάλην.
43Και παρήγγειλεν εις αυτούς πολλά να μη μάθη μηδείς τούτο και είπε να δοθή εις αυτήν να φάγη.

 

Μηνύματα μέσα από τον Λόγο του Θεού

Χωρίς τίτλο 1 e1599866734681

Γένεσις Κεφάλαιο γ’ [3] // Εδάφια 1-13 1Ὁ δὲ ὄφις ἦτο τὸ φρονιμώτερον πάντων τῶν ζώων τοῦ ἀγροῦ, τὰ ὁποῖα ἔκαμε Κύριος ὁ Θεός· καὶ εἶπεν ὁ ὄφις πρὸς τὴν γυναῖκα, Τῷ ὄντι εἶπεν ὁ Θεός, Μή φάγητε ἀπὸ παντὸς δένδρου τοῦ παραδείσου;2Καὶ εἶπεν ἡ γυνή πρὸς τὸν ὄφιν, Ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῶν δένδρων τοῦ […]

Continue reading

toromanidis

Κατά Λουκάν Κεφάλαιο ιδ’ [14] // Εδάφια 1-24 1Καὶ ὅτε ἦλθεν αὐτὸς εἰς τὸν οἶκον τινὸς τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων τὸ σάββατον διὰ νὰ φάγῃ ἄρτον, ἐκεῖνοι παρετήρουν αὐτόν.2Καὶ ἰδού, ἄνθρωπός τις ὑδρωπικὸς ἦτο ἔμπροσθεν αὐτοῦ.3Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς, εἶπε πρὸς τοὺς νομικοὺς καὶ Φαρισαίους, λέγων· Εἶναι τάχα συγκεχωρημένον νὰ θεραπεύῃ τις ἐν τῷ σαββάτω;4Οἱ […]

Continue reading

mitrakis

Κατά Λουκάν Κεφάλαιο ι’ [10] // Εδάφια 25-42 25Καὶ ἰδού, νομικὸς τις ἐσηκώθη πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί πράξας θέλω κληρονομήσει ζωήν αἰώνιον;26Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί εἶναι γεγραμμένον; πῶς ἀναγινώσκεις;27Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· Θέλεις ἀγαπᾷ Κύριον τὸν Θεὸν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς […]

Continue reading