Κατά Ματθαίον
Κεφάλαιο ιδ’ [14] // Εδάφια 22-33
22Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· Κύριε, ἔγεινεν ὡς προσέταξας, καὶ εἶναι ἔτι τόπος.23Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· Ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον νὰ εἰσέλθωσι, διὰ νὰ γεμισθῇ ὁ οἶκός μου.24Διότι σᾶς λέγω ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων θέλει γευθῆ τοῦ δείπνου μου.
25Ἤρχοντο δὲ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλοι πολλοί. Καὶ στραφεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς·26Ἐὰν τις ἔρχηται πρὸς ἐμὲ καὶ δὲν μισῇ τὸν πατέρα αὑτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ζωήν, δὲν δύναται νὰ ἦναι μαθητής μου.27Καὶ ὅστις δὲν βαστάζει τὸν σταυρὸν αὑτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, δὲν δύναται νὰ ἦναι μαθητής μου.28Διότι τίς ἐξ ὑμῶν, θέλων νὰ οἰκοδομήσῃ πύργον, δὲν κάθηται πρῶτον καὶ λογαριάζει τὴν δαπάνην, ἄν ἔχῃ τὰ ἀναγκαῖα διὰ νὰ τελειώσῃ αὐτόν;29μήποτε ἀφοῦ βάλῃ θεμέλιον καὶ δὲν δύναται νὰ τελειώσῃ αὐτόν, ἀρχίσωσι πάντες οἱ βλέποντες νὰ ἐμπαίζωσιν αὐτόν,30λέγοντες· Ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρχισε νὰ οἰκοδομῇ καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ τελειώσῃ.31Ἤ τίς βασιλεὺς ὑπάγων νὰ πολεμήσῃ ἄλλον βασιλέα δὲν κάθηται πρότερον καὶ σκέπτεται ἐὰν ἦναι δυνατὸς μὲ δέκα χιλιάδας νὰ ἀπαντήσῃ τὸν ἐρχόμενον κατ᾿ αὐτοῦ μὲ εἴκοσι χιλιάδας;32Εἰ δὲ μή, ἐνῷ αὐτὸς εἶναι ἔτι μακράν, ἀποστέλλει πρέσβεις καὶ ζητεῖ εἰρήνην.33Οὕτω λοιπὸν πᾶς ὅστις ἐξ ὑμῶν δὲν ἀπαρνεῖται πάντα τὰ ἑαυτοῦ ὑπάρχοντα, δὲν δύναται νὰ ἦναι μαθητής μου.