Κατά Λουκάν
Κεφάλαιο ιβ’ [12] // Εδάφια 35-48
32Μή φοβοῦ, μικρὸν ποίμνιον· διότι ὁ Πατήρ σας ηὐδόκησε νὰ σᾶς δώσῃ τὴν βασιλείαν.33Πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ δότε ἐλεημοσύνην. Κάμετε εἰς ἑαυτοὺς βαλάντια τὰ ὁποῖα δὲν παλαιοῦνται, θησαυρὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅστις δὲν ἐκλείπει, ὅπου κλέπτης δὲν πλησιάζει οὐδὲ ὁ σκώληξ διαφθείρει· 34διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρὸς σας, ἐκεῖ θέλει εἶσθαι καὶ ἡ καρδία σας.
35Ἄς ἦναι αἱ ὀσφύες σας περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι·36καὶ σεῖς ὅμοιοι μὲ ἀνθρώπους, οἵτινες προσμένουσι τὸν κύριον αὑτῶν, πότε θέλει ἐπιστρέψει ἐκ τῶν γάμων, διὰ νὰ ἀνοίξωσιν εὐθὺς εἰς αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ καὶ κρούσῃ.37Μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἐλθὼν ὁ κύριος θέλει εὑρεῖ ἀγρυπνοῦντας. Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θέλει περιζωσθῆ καὶ καθίσει αὐτοὺς εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ ἐλθὼν εἰς τὸ μέσον θέλει ὑπηρετήσει αὐτούς.38Καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῇ δευτέρᾳ φυλακῇ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ φυλακῇ ἔλθῃ καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι.39Τοῦτο δὲ γινώσκετε, ὅτι ἐὰν ἤξευρεν ὁ οἰκοδεσπότης ποίαν ὥραν ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἤθελεν ἀγρυπνήσει καὶ δὲν ἤθελεν ἀφήσει νὰ διορυχθῇ ὁ οἶκος αὐτοῦ.40Καὶ σεῖς λοιπὸν γίνεσθε ἕτοιμοι· διότι καθ᾿ ἥν ὥραν δὲν στοχάζεσθε, ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.41Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Πέτρος· Κύριε, πρὸς ἡμᾶς λέγεις τὴν παραβολήν ταύτην ἤ καὶ πρὸς πάντας;42Καὶ ὁ Κύριος εἶπε· Τίς λοιπὸν εἶναι ὁ πιστὸς οἰκονόμος καὶ φρόνιμος, τὸν ὁποῖον θέλει καταστήσει ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῶν ὑπηρετῶν αὑτοῦ, διὰ νὰ δίδῃ ἐν καιρῷ τὴν διωρισμένην τροφήν; 43Μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ θέλει εὑρεῖ πράττοντα οὕτως.44Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θέλει καταστήσει αὐτὸν ἐπὶ πάντων τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ.45Ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὑτοῦ, Βραδύνει νὰ ἔλθῃ ὁ κύριός μου· καὶ ἀρχίσῃ νὰ δέρῃ τοὺς δούλους καὶ τὰς δούλας, καὶ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ καὶ νὰ μεθύῃ,46θέλει ἐλθεῖ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου, καθ᾿ ἥν ἡμέραν δὲν προσμένει καὶ καθ᾿ ἥν ὥραν δὲν ἐξεύρει, καὶ θέλει ἀποχωρίσει αὐτόν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ θέλει θέσει μετὰ τῶν ἀπίστων.
47Ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὅστις γνωρίσας τὸ θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ δὲν ἡτοίμασεν οὐδὲ ἔκαμε κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, θέλει δαρθῆ πολύ·48ὅστις ὅμως μή γνωρίσας ἔπραξεν ἄξια δαρμῶν, θέλει δαρθῆ ὀλίγον· εἰς πάντα δέ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐδόθη πολύ, πολὺ θέλει ζητηθῆ παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰς ὅντινα ἐνεπιστεύθη πολύ, περισσότερον θέλουσιν ἀπαιτήσει παρ᾿ αὐτοῦ.