Β’ Κορινθίους ια’ 16-34 | Κατσιγιάννης Χρήστος

Β’ Κορινθίους
Κεφάλαιο ια’ [11] // Εδάφια 16-34

16Ἐὰν τίς ὅμως φαίνηται ὅτι εἶναι φιλόνεικος, ἡμεῖς τοιαύτην συνήθειαν δὲν ἔχομεν, οὐδὲ αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Θεοῦ.
17Ἐνῷ δὲ παραγγέλλω τοῦτο, δὲν ἐπαινῶ ὅτι συνέρχεσθε οὐχὶ διὰ τὸ καλήτερον ἀλλὰ διὰ τὸ χειρότερον.18Διότι πρῶτον μὲν ὅταν συνέρχησθε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀκούω ὅτι ὑπάρχουσι σχίσματα μεταξὺ σας, καὶ μέρος τι πιστεύω19διότι εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχωσι καὶ αἰρέσεις μεταξὺ σας, διὰ νὰ γείνωσι φανεροὶ μεταξὺ σας οἱ δόκιμοι. 20Ὅταν λοιπὸν συνέρχησθε ἐπὶ τὸ αὐτό, τοῦτο δὲν εἶναι νὰ φάγητε Κυριακὸν δεῖπνον21διότι ἕκαστος λαμβάνει πρὸ τοῦ ἄλλου τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ δεῖπνον ἐν τῷ καιρῷ τοῦ τρώγειν, καὶ ἄλλος μὲν πεινᾷ, ἄλλος δὲ μεθύει.22Μή δὲν ἔχετε οἰκίας διὰ νὰ τρώγητε καὶ νὰ πίνητε; ἤ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καταφρονεῖτε, καὶ καταισχύνετε τοὺς μή ἔχοντας; τί νὰ σᾶς εἴπω; νὰ σᾶς ἐπαινέσω εἰς τοῦτο; δὲν σᾶς ἐπαινῶ.
23Διότι ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον καὶ παρέδωκα εἰς ἐσᾶς, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτὶ καθ᾿ ἥν παρεδίδετο ἔλαβεν ἄρτον,24καὶ εὐχαριστήσας ἔκοψε καὶ εἶπε Λάβετε, φάγετε τοῦτο εἶναι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον τοῦτο κάμνετε εἰς τὴν ἀνάμνησίν μου.25Ὁμοίως καὶ τὸ ποτήριον, ἀφοῦ ἐδείπνησε, λέγων Τοῦτο τὸ ποτήριον εἶναι ἡ καινή διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου τοῦτο κάμνετε, ὁσάκις πίνητε, εἰς τὴν ἀνάμνησίν μου.26Διότι ὁσάκις ἄν τρώγητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ πίνητε τὸ ποτήριον τοῦτο, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, μέχρι τῆς ἐλεύσεως αὐτοῦ.
27Ὥστε ὅστις τρώγῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος θέλει εἶσθαι τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου.28Ἄς δοκιμάζῃ δὲ ἑαυτὸν ὁ ἄνθρωπος, καὶ οὕτως ἄς τρώγῃ ἐκ τοῦ ἄρτου καὶ ἄς πίνῃ ἐκ τοῦ ποτηρίου29διότι ὁ τρώγων καὶ πίνων ἀναξίως τρώγει καὶ πίνει κατάκρισιν εἰς ἑαυτόν, μή διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου.30Διὰ τοῦτο ὑπάρχουσι μεταξὺ σας πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι, καὶ ἀποθνήσκουσιν ἱκανοί. 31Διότι ἐὰν διεκρίνομεν ἑαυτούς, δὲν ἤθέλομεν κρίνεσθαι32ἀλλ᾿ ὅταν κρινώμεθα, παιδευόμεθα ὑπὸ τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ μή κατακριθῶμεν μετὰ τοῦ κόσμου.33Ὥστε ἀδελφοὶ μου, ὅταν συνέρχησθε διὰ νὰ φάγητε, περιμένετε ἀλλήλους34ἐὰν δὲ τις πεινᾷ, ἄς τρώγῃ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὑτοῦ, διὰ νὰ μή συνέρχησθε πρὸς κατάκρισιν. Τὰ δὲ λοιπά, ὅταν ἔλθω, θέλω διατάξει.